γεννοβολώ

γεννοβολώ
(α) 1. αμετ. быть плодовитым; плодиться, размножаться;
2. μετ. 1) рождать, производить на свет (в большом количестве); 2) перен. порождать, производить на свет;

γεννοβολιέμαι — порождаться, появляться, возникать (в большом количестве)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γεννοβολώ" в других словарях:

  • γεννοβολώ — γεννοβολάω / γεννοβολώ, γεννοβόλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γεννοβολώ — ( άω) γεννώ συχνά, κάνω πολλά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεννώ + βολώ < βόλος, βολή < βάλλω (πρβλ. αστροβολώ, φεγγοβολώ] …   Dictionary of Greek

  • γεννοβολώ — γεννοβόλησα, γεννώ συχνά ή γεννώ πολλά παιδιά: Η γυναίκα του γεννοβολούσε κάθε χρόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγεννοβόλητος — η, ο [γεννοβολώ] (κυρίως για ψάρια) αυτό που δεν γέννησε αβγά …   Dictionary of Greek

  • αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ασπροβολώ — ( άω) λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + βολώ < βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γεννοβόλημα — το [γεννοβολώ] το να γεννάει κάποια πολύ συχνά …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

  • γεννοβολάω — / γεννοβολώ, γεννοβόλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»